Το παρόν τεύχος όπως βλέπετε είναι αφιερωμένο στις βιογραφίες. Θεωρώ λοιπόν καθήκον μου να παρουσιάσω μια πολύ σημαντική βιογραφία, με την οποία είμαι σίγουρη πως θα δουν στοιχεία δικά τους μέσα, πολλές αναγνώστριες. Τίτλος της «Η βιογραφία μιας κύπριας τριαντάρας ».
Η Κύπρια, εν ονόματι Κυπρούλα, έζησε στις αρχές του 21ου αιώνα στην Κύπρο. Παιδί μεσοαστών, μεγάλωσε με όνειρα (των γονιών της) και με απωθυμένα (δικά της). Στα 18 της πήγε για σπουδές οικονομικών στην Αγγλία. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών αλλά και ταξιδιών, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη (με τα χίλια ζόρια). Φάνηκε τυχερή γιατί την ίδια περίοδο είχαν προκηρυχθεί θέσεις σε τράπεζα και «δεν έπρεπε να αφήσει τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη γιατί πολλοί θα ήθελαν αυτή τη δουλειά», όπως της έλεγαν πολύ σοφά και οι γονείς της. Μετά από την επιτυχία στις εξετάσεις και 2-3 τηλεφωνήματα σε σημαίνοντα πρόσωπα, η Κυπρούλα κέρδισε τη θέση. Έτσι η ζωή της πήρε, όπως άρχισε να πιστεύει και η ίδια την (προβλεπόμενη) πορεία της. Κάπως την ενοχλούσε αυτό, αλλά διαβάζοντας φανατικά Κοέλο και Αλιέντε ήλπιζε κατά βάθος, ότι που θα πάει θα ζούσε έντονες στιγμές και στην Κύπρο. Τις ελεύθερες ώρες της, πήγαινε για καφέ σε «ψαγμένα» café της παλιάς πόλης αλλά και για cappuccino caramel για να θυμηθεί τα φοιτητικά της χρόνια. Τα σαββατοκύριακα βρίσκανε την Κυπρούλα στα club με τις φίλες της. Στην πορεία είχε ένα δυο δεσμούς, αλλά δεν είχε γνωρίσει τον άνδρα που θα την απογείωνε αλλά μεταξύ μας δεν βιαζόταν ιδιαίτερα γιατί εναπόθετε τις ελπίδες της στο σύμπαν. Οι γονείς της όμως πάλι όχι. Απελπισμένοι μεν, αποφασισμένοι δε, της γνώριζαν τους γιους των φίλων τους. Η Κυπρούλα, τίποτα. Και αυτό ήταν το πρόβλημα. Των δικών της. Τα χρόνια περνούσαν. Η Κυπρούλα έπαιρνε προαγωγές, ζούσε ως μια ανεξάρτητη single white female, ταξίδευε, ερωτευόταν, χώριζε και έτσι κατάφερνε να ξεχνάει πότε πότε ότι ζούσε σε ένα μικρό τόπο. Αυτό όμως δεν διήρκησε πολύ. Μόλις η Κυπρούλα πάτησε τα 28, έγινε κάτι ανεξήγητο. Οι γονείς της άρχισαν να τις ρίχνουν σπόντες (μάλλον ταβανόπροκες) για το ότι πρέπει να σταματήσει να είναι εγωίστρια και τι θα πει ο κόσμος που κοντεύει να τριανταρήσει και δεν σοβαρεύτηκε (δηλαδή να παντρευτεί, γιατί η Κυπρούλα μια χαρά σοβαρή ήτανε, με τα κολληματάκια της και όλα τα σχετικά). «Λες να έχουν δίκιο;» σκεφτόταν. Στο κάτω κάτω, οι μισές της φίλες ήταν αρραβωνιασμένες ενώ όσοι άνδρες γνώριζε την αντιμετώπιζαν ως τη μελλοντική μάνα των παιδιών τους. Αλλά και πάλι δεν πειθόταν. Πίστευε ακράδαντα πως μέσα σε αυτή τη ζωή αν μπορούσε να επιλέξει κάτι ήταν το έτερο της ήμισυ. Όταν είδε όμως ότι ούτε οι πιέσεις σταματούσαν, ούτε συναρπαστική ζωή είχε και ότι η ατάκα του Κοέλο περί σύμπαντος ήταν μια μπούρδα και μισή (στην Κύπρο τουλάχιστον), πήρε τη μεγάλη απόφαση.
Αποχαιρέτισε συγγενείς και φίλους και πήρε το πρώτο της one way εισιτήριο. Είχε συνειδητοποιήσει πια ότι η ζωή της ήταν δική της.
Η Κυπρούλα ζει αυτή τη στιγμή στην Βραζιλία, ευτυχισμένη, τριαντάρα και χωρίς ίχνος ενοχής!
Η «Βιογραφία μιας κύπριας τριαντάρας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ράφι.
Η Κύπρια, εν ονόματι Κυπρούλα, έζησε στις αρχές του 21ου αιώνα στην Κύπρο. Παιδί μεσοαστών, μεγάλωσε με όνειρα (των γονιών της) και με απωθυμένα (δικά της). Στα 18 της πήγε για σπουδές οικονομικών στην Αγγλία. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών αλλά και ταξιδιών, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη (με τα χίλια ζόρια). Φάνηκε τυχερή γιατί την ίδια περίοδο είχαν προκηρυχθεί θέσεις σε τράπεζα και «δεν έπρεπε να αφήσει τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη γιατί πολλοί θα ήθελαν αυτή τη δουλειά», όπως της έλεγαν πολύ σοφά και οι γονείς της. Μετά από την επιτυχία στις εξετάσεις και 2-3 τηλεφωνήματα σε σημαίνοντα πρόσωπα, η Κυπρούλα κέρδισε τη θέση. Έτσι η ζωή της πήρε, όπως άρχισε να πιστεύει και η ίδια την (προβλεπόμενη) πορεία της. Κάπως την ενοχλούσε αυτό, αλλά διαβάζοντας φανατικά Κοέλο και Αλιέντε ήλπιζε κατά βάθος, ότι που θα πάει θα ζούσε έντονες στιγμές και στην Κύπρο. Τις ελεύθερες ώρες της, πήγαινε για καφέ σε «ψαγμένα» café της παλιάς πόλης αλλά και για cappuccino caramel για να θυμηθεί τα φοιτητικά της χρόνια. Τα σαββατοκύριακα βρίσκανε την Κυπρούλα στα club με τις φίλες της. Στην πορεία είχε ένα δυο δεσμούς, αλλά δεν είχε γνωρίσει τον άνδρα που θα την απογείωνε αλλά μεταξύ μας δεν βιαζόταν ιδιαίτερα γιατί εναπόθετε τις ελπίδες της στο σύμπαν. Οι γονείς της όμως πάλι όχι. Απελπισμένοι μεν, αποφασισμένοι δε, της γνώριζαν τους γιους των φίλων τους. Η Κυπρούλα, τίποτα. Και αυτό ήταν το πρόβλημα. Των δικών της. Τα χρόνια περνούσαν. Η Κυπρούλα έπαιρνε προαγωγές, ζούσε ως μια ανεξάρτητη single white female, ταξίδευε, ερωτευόταν, χώριζε και έτσι κατάφερνε να ξεχνάει πότε πότε ότι ζούσε σε ένα μικρό τόπο. Αυτό όμως δεν διήρκησε πολύ. Μόλις η Κυπρούλα πάτησε τα 28, έγινε κάτι ανεξήγητο. Οι γονείς της άρχισαν να τις ρίχνουν σπόντες (μάλλον ταβανόπροκες) για το ότι πρέπει να σταματήσει να είναι εγωίστρια και τι θα πει ο κόσμος που κοντεύει να τριανταρήσει και δεν σοβαρεύτηκε (δηλαδή να παντρευτεί, γιατί η Κυπρούλα μια χαρά σοβαρή ήτανε, με τα κολληματάκια της και όλα τα σχετικά). «Λες να έχουν δίκιο;» σκεφτόταν. Στο κάτω κάτω, οι μισές της φίλες ήταν αρραβωνιασμένες ενώ όσοι άνδρες γνώριζε την αντιμετώπιζαν ως τη μελλοντική μάνα των παιδιών τους. Αλλά και πάλι δεν πειθόταν. Πίστευε ακράδαντα πως μέσα σε αυτή τη ζωή αν μπορούσε να επιλέξει κάτι ήταν το έτερο της ήμισυ. Όταν είδε όμως ότι ούτε οι πιέσεις σταματούσαν, ούτε συναρπαστική ζωή είχε και ότι η ατάκα του Κοέλο περί σύμπαντος ήταν μια μπούρδα και μισή (στην Κύπρο τουλάχιστον), πήρε τη μεγάλη απόφαση.
Αποχαιρέτισε συγγενείς και φίλους και πήρε το πρώτο της one way εισιτήριο. Είχε συνειδητοποιήσει πια ότι η ζωή της ήταν δική της.
Η Κυπρούλα ζει αυτή τη στιγμή στην Βραζιλία, ευτυχισμένη, τριαντάρα και χωρίς ίχνος ενοχής!
Η «Βιογραφία μιας κύπριας τριαντάρας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ράφι.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο Υστερόγραφο την Κυριακή 28/1. Το τεύχος ήταν αφιερωμένο στις Βιογραφίες, στο πως η πραγματική ζωή και η δημιουργία ταυτίζονται, άλλότε πολύ και άμεσα και άλλοτε λιγότερο και πιο έμμεσα. Νομίζω πως ήταν ένα από τα πιο ωραία Υ.Γ που έχω διαβάσει!