«Αποφάσισα να φύγω από την Κύπρο». Μήνυμα κολλητού μια Κυριακή απόγευμα. Επέστρεφα από σαββατοκύριακο στας εξοχάς. Το έβλεπα, το ξανάβλεπα. Τόσο απόλυτο. Ούτε «νομίζω», ούτε «θέλω». Απλά «αποφάσισα». Μου το είχε ξαναπεί το καλοκαίρι. Αλλά τότε η δικαιολογία του μου φάνηκε τόσο χαζή που δεν του έδωσα σημασία. «Και γιατί θα φύγεις; Σε πνίγει η ζωή ε; Που δεν υπάρχουν επιλογές, που όλη μέρα κάνεις τα ίδια και τα ίδια, που η κοινωνία μας είναι γεμάτη καλούπια που σε πνίγουν και που για να δεις κάτι διαφορετικό πρέπει να πάρεις αεροπλάνο;», τον ρώτησα σχεδόν σίγουρη ότι θα μου έλεγε «Είσαι μέσα στο μυαλό μου Τουλίπα!» «Ε, όχι ακριβώς. Δεν με ενοχλούν αυτά που μου λες, μια χαρά είναι η ζωή της Κύπρου». Καλά αυτό το παιδί όσο καιρό τον ξέρω καταφέρνει πάντα να μου πετάει ατάκες που δεν μπορώ να ερμηνεύσω ή να αντικρούσω. «Απλά δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζέστη!» συνέχισε και μου έκοψε τη φόρα για τα καλά. «Καλά, είχαμε ένα δύσκολο καλοκαίρι όπου οι μισοί κάτοικοι έπαθαν θερμοπληξία αλλά δεν είναι λόγος να αλλάξουμε χώρα», του είπα προσπαθώντας να μπω στη λογική του. Ο κολλητός ήταν αμετανόητος όμως. Θέλει λέει να ζήσει σε μια χώρα όπου βρέχει, η θερμοκρασία είναι κάτω από είκοσι βαθμούς και δεν χρειάζεσαι αντηλιακό και το χειμώνα. Του το εύχομαι πάντως να το κάνει. Έτσι και αλλιώς έχει δίκιο, δεν του πάει το καλοκαίρι.
Πριν από αυτόν, ακόμα τρεις κολλητοί έφυγαν για μέρη μακρινά. Και με έπιασε μεγάλη γκρίνια γιατί άλλαξε η καθημερινότητα μου (εκείνο το μέρος της που όταν βρεθείς για καφέ με συγκεκριμένα άτομα, δεν χρειάζεται να καταβάλεις μεγάλες προσπάθειες να περάσεις καλά επειδή απλά σε ξέρουν καλύτερα από σένα). Και απλά τώρα ανταλλάζουμε email όπου μου γράφουν για τα ταξίδια τους στην Ευρώπη και μου περιγράφουν την καθημερινότητα τους σαν να μου διηγούνται ταινία.
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια εγώ ήμουν εκείνη στην παρέα που ονειρευόταν τη ζωή σε μια πολύ πιο μεγάλη πόλη. Φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να κάνω απλά πράγματα και θα ένιωθα γεμάτη, θα πήγαινα βόλτες τις Κυριακές στο πάρκο, θα μπορούσα να πάω σε ένα μικρό café μόνη μου χωρίς να νιώθω σαν ηλίθια, θα έπαιρνα το metro και γενικά πίστευα πως μόνο και μόνο που θα είχα τόσες επιλογές και ας μην μπορούσα να τις κάνω όλες, θα ένιωθα ευτυχισμένη.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν και η παρέα άρχισε να σκορπίζεται κυριολεκτικά στις τέσσερις άκρες της Ευρώπης. Εγώ όμως έμεινα εδώ. Τελικά διαπίστωσα πως όσο μεγαλώνεις βλέπεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Επιλέγεις ότι σε χαλάει να το αγνοείς και προσπαθείς (πολύ) να μην γκρινιάζεις και να μην εκπέμπεις αρνητική ενέργεια. Όσο περνάει ο καιρός συνειδητοποιώ πως υπάρχουν και άλλοι που σκέφτονται παρόμοια. Και με αυτούς κάνω παρέα.
Είναι φυσικά και κάποιοι άλλοι. Που μια ζωή γκρινιάζουν για το νησί και ότι πολύ θα ήθελαν να φύγουν αλλά τελικά δεν το κουνάνε ρούπι. Δεν είναι ότι κωλώνουν. Απλά αν σε τέτοιους τύπους δώσεις μια στιγμή ευτυχίας, δεν θα ξέρουν τι να την κάνουν. Άσε που θα διαπιστώσουν ότι μπορούν και να μην κρύβονται πίσω από την ασπίδα της μιζέριας! Αυτούς τους αποφεύγω.
Πιστέψτε με δεν τα βλέπω πάντα ρόδινα τα πράγματα. Εννοείται πως νευριάζω με κάτι νοοτροπίες (είμαι σίγουρη πως ξέρετε ποιες είναι και συμφωνείτε) και πως κάτι στερεότυπα για το πώς «πρέπει» τάχαμου να είναι η ζωή μου προσπαθώ να τα αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Σίγουρα δεν ξέρω αν έκανα καλά που δεν έφυγα. Ούτε θα το μάθω ποτέ.
Όμως τελικά τι έχει σημασία; Ο τόπος ή ο κόσμος σου;
Υ.Γ Το κείμενο παρουσιάστηκε στο Υ.Γ 21/10. Ακολούθησαν (και θα ακολουθήσουν) καφέδες με κολλητό για κατάστρωση στρατηγικού σχεδίου ώστε να καταφέρει να μετακομίσει σε άλλη χώρα. Αν μη τι άλλο, κάποιος τόλμησε.